-
1 инжир
-
2 инжир
1. (дерево) φίκος ο καρικόςη συ-κή, разг. η συκιά2. (плод) το σύκο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инжир
-
3 смоковница
бот. η συκιάбиблейская - η συκομορέα, η συκομουριά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смоковница
-
4 инжир
инжирм1. (плод) τό σῦκο[ν]·2. (дерево) ἡ συκιά, ἡ συκή. -
5 смоковница
смоковницаж1. ἡ συκομορέα·2. (инжир) ἡ συκιά, ἡ συκή. -
6 фига
фигаж бот.1. (плод) τό σῦκο[ν]·2. (дерево) ἡ συκιά, ἡ συκή. -
7 фиговый
фи́гов||ыйприл τής συκιάς, τής συκής:\фиговыйое дерево ἡ συκιά, ἡ συκή· ◊ \фиговый листок τό φύλλον τής συκής. -
8 смоковница
[σμακόβνιτσα] ουσ. θ. συκιά -
9 фига
[φίγκα] ουσ. θ. συκιά -
10 смоковница
[σμακόβνιτσα] ουσ θ συκιά -
11 фига
[φίγκα] ουσ θ συκιά -
12 инжир
-а (-у) α. η συκιά. || το σύκο. -
13 смоква
-ы θ.συκιά ή σύκο. -
14 фига
-и θ.1. η συκιά.2. το σύκο.3. βλ. кукиш.εκφρ.показать -у – βλ. έκφραση στή λέξη•кукиш. фига с маслом получить – (απλ.) βλ. έκφραση στη λέξη•кукиш- глядеть (смотреть) в книгу и видеть -у – κοιτάζω στο βιβλίο και βλέπω γρίφους (δεν καταλαβαίνω τίποτε). -
15 фиговый
επ.της συκιάς•фиговый плод ο καρπός της συκιάς (το σύκο).
εκφρ.- ое дерево – η συκιά•фиговый лист – (κυρλξ. κ. μτφ.) φύλλο συκιάς.
См. также в других словарях:
συκία — συκίᾱ , συκία fem nom/voc/acc dual συκίᾱ , συκία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) συκίον decoction of figs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
συκία — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
Συκία — Sp Sikijà Ap Συκία/Sykia L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
συκιά — η είδος δέντρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καλή Συκιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 530 μ., 121 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, της ανατολικές πλαγιές του όρους Κρυονερίτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φοίνικα … Dictionary of Greek
Μαλλιαρή Συκιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 11 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται Βδ του Γυθείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γυθείου … Dictionary of Greek
Μοναχή Συκιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γυθείου … Dictionary of Greek
Πίσω Συκιά — Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Πατρών, του νομού Αχαΐας … Dictionary of Greek
Συκέα (Συκιά) — Όνομα δέκα οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (377 κάτ., υψόμ. 340 μ.) στην επαρχία Ημαθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (14 τ. χλμ., 377 κάτ.). 2. Μικρός ημιορεινός οικισμός (114 κάτ., υψόμ. 250 μ.), στην επαρχία Σερρών… … Dictionary of Greek
συκίας — συκίᾱς , συκία fem acc pl συκίᾱς , συκία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)